φουρναριό

φουρναριό
το
1. ιδιαίτερος χώρος αγροτικού σπιτιού, όπου γίνεται το ζύμωμα και το φούρνισμα.
2. αποθήκη για σιτηρά, αλεύρια κτό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”